- μοχλός
- μοχλόςbarmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
μοχλοί — μοχλός bar masc nom/voc pl μοχλόω bolt pres subj mp 2nd sg μοχλόω bolt pres ind mp 2nd sg μοχλόω bolt pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλέ — μοχλός bar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλῷ — μοχλός bar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλόν — μοχλός bar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομόχλιο — Στη μηχανική είναι ένα σημείο που καθορίζεται σαφώς σε κάθε σχηματική παράσταση και συμπίπτει με τον άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένας μοχλός ή με το σημείο προβολής (ίχνος) του ίδιου άξονα σ’ ένα κάθετο επίπεδο. Στην περίπτωση του… … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek